- θάσιος
- -ία, -ο (AM θάσιος, -ία, -ον)αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιοςονομασία μήνα2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιονμέτρο στην Αίγυπτο3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» — είδος αλμυρού καρυκεύματος ή σάλτσας μέσα στην οποία βύθιζαν ή περιέχυναν τα ψάρια μετά το ψήσιμο, ή κατ' άλλη ερμ., παστωμένο ψάριβ) «θάσια κάρυα» και μόνο «θάσια» — τα αμύγδαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θάσος].
Dictionary of Greek. 2013.